- μυθολέσχης
- μυθολέσχης, ὁ (Α)αυτός που διηγείται μύθους ή αυτός που επινοεί μύθους, ο μυθολόγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + -λέσχης (< λέσχη «κουβέντα, ομιλία»), πρβλ. λογο-λέσχης, μετεωρο-λέσχης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυθολέσχαι — μυθολέσχης mythologist masc nom/voc pl μυθολέσχᾱͅ , μυθολέσχης mythologist masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek